- φιλίππειος
- -α, -ο / φιλίππειος, -εία, -ον, ΝΑ [Φίλιππος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βασιλιά τής Μακεδονίας Φίλιππο Β', πατέρα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι φιλίππειοι(ενν. στατήρες) (στην αρχ.) χρυσά νομίσματα που κόπηκαν από τον Φίλιππο Β', από το 359 ώς το 336 π.Χ., με βάρος που κυμαινόταν γύρω στα 8,5 γραμμάρια, με εικόνα τής κεφαλής τού Απόλλωνος ή τού Ηρακλέους στη μία όψη και στην άλλη μια αγωνιστική παράσταση, και τα οποία κυκλοφόρησαν ευρύτατα τόσο στην Ανατολή όσο και τη Δύση, υποσκελίζοντας τα περσικά στη Μικρά Ασία, και αποτέλεσαν το πρότυπο για σειρές νομισμάτων που έκοψαν οι κελτικοί λαοί τον 1ο π.Χ. αιώνααρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλίππειονναός τού Φιλίππου Β' στην Ολυμπία2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλίππειαεορτή προς τιμήν τού Φιλίππου Β'.
Dictionary of Greek. 2013.